- ανακτοροειδής
- -έςαυτός που μοιάζει με ανάκτορο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάκτορο + -ειδής < είδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάκτορο — το (Α ἀνάκτορον) συνήθως στον πληθ. τα ανάκτορα βασιλική κατοικία, παλάτι νεοελλ. μέγαρο, πολυτελής κατοικία αρχ. κατοικία θεού, ναός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάκτωρ. ΠΑΡ. ανακτορικός νεοελλ. ανακτοροειδής] … Dictionary of Greek